εκκαθάριση

εκκαθάριση
[-ις (-εως)], εκκάθαρση [-ις (-εως)] η
1) прям. , перен. очищение, чистка; расчистка;

εκκαθάριση του κόμματος — чистка партии;

εκκαθάριση δάσους — прочёсывание леса;

εκκαθάριση ναρκοπεδίου — разминирование минного поля;

2) улаживание; выяснение; определение, установление; решение;

εκκαθάριση (λογαριασμού) — расчёт;

εκκαθάριση εξόδων (τελών) — определение расходов (сборов)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εκκαθάριση" в других словарях:

  • εκκαθάριση — η 1. ξεκαθάρισμα, καθαρισμός, πάστρεμα. 2. η απαλλαγή από κάθε άχρηστο και περιττό: Εκκαθάριση της βιβλιοθήκης. 3. η ομαδική απομάκρυνση από υπηρεσία όσων πλεονάζουν ή θεωρούνται ανίκανοι ή επιζήμιοι: Εκκαθάριση του στρατεύματος από τους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκκαθάριση — η 1. ομαδική απομάκρυνση από υπηρεσία, οργάνωση κ.λπ. όσων θεωρούνται ανίκανοι ή ανεπιθύμητοι 2. τελειωτικός καθορισμός («εκκαθάριση εξόδων») 3. (για λογαριασμό) ο καθορισμός τού χρεωστικού ή πιστωτικού υπολοίπου προσωπικού λογαριασμού 4. το… …   Dictionary of Greek

  • κλείσιμο — το [κλείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλείνω, το να κλείνει κάποιος κάτι, το σφάλισμα («το κλείσιμο τής πόρτας») 2. το να κλείνει ή να κλείνεται κάποιος σε κλειστό χώρο, η κλεισούρα («το κλείσιμο στη φυλακή») 3. διακοπή λειτουργίας ή… …   Dictionary of Greek

  • εκκαθαριστής — ο θηλ. ίστρια 1. αυτός που κάνει την εκκαθάριση (βλ. λ., 5) των λογαριασμών. 2. στρατιώτης που αποτελεί μέλος ειδικού αποσπάσματος για την εκκαθάριση (βλ. λ., 4) εχθρικής τοποθεσίας: Απόσπασμα εκκαθαριστών. 3. ειδική συσκευή για αφαίρεση της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άκλειστος — η, ο (Α ἄκλειστος, ον και ἄκληστος) αυτός που δεν είναι κλεισμένος, δεν είναι στερεωμένος «άφησε την πόρτα άκλειστη» «ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (Ευρ.) νεοελλ. 1. ο ασυμπλήρωτος «έχει τα δέκα οχτώ άκλειστα» 2. (λογαριασμός) για τον οποίο …   Dictionary of Greek

  • ανεκκαθάριστος — η, ο 1. (λογαριασμός κ.λπ.) για τον οποίο δεν έγινε εκκαθάριση 2. αυτός που δεν ξεκαθάρισε, δεν διευκρινίστηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκκαθαρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Κ.Α. Κυπριάδη] …   Dictionary of Greek

  • αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… …   Dictionary of Greek

  • αποχουντοποίηση — η η εξάλειψη των υπολειμμάτων της χούντας, εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους θιασώτες του στρατιωτικού πραξικοπήματος …   Dictionary of Greek

  • δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες …   Dictionary of Greek

  • εκκάθαρση — η (Α ἐκκάθαρσις) νεοελλ. εκκαθάριση αρχ. 1. αγνισμός, καθαρισμός 2. αφαίρεση 3. καθαρισμός, στίλβωση …   Dictionary of Greek

  • εκκαθαριστής — ο (θηλ. εκκαθαρίστρια) 1. αυτός που διενεργεί εκκαθάριση τών λογαριασμών εταιρείας, καταστήματος κ.λπ. 2. ειδική συσκευή για την αφαίρεση τού γλεύκους από την ακάθαρτη τρυγία που παρασύρεται με τη σύνθλιψη τών σταφυλιών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»